κορυμβοειδές

κορυμβοειδές
κορυμβοειδής
clustered
masc/fem voc sg
κορυμβοειδής
clustered
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρδοπάτιο — (Cardopatium). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κομποσίτων ή συνθέτων. Περιλαμβάνει φυτά ποώδη και αγκαθωτά. Μερικά είδη του κ. είναι ιθαγενή των χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”